εὐθυδικίας

εὐθυδικίας
εὐθυδικίᾱς , εὐθυδικία
direct trial
fem acc pl
εὐθυδικίᾱς , εὐθυδικία
direct trial
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοινό δίκαιο — (common law). Τμήμα του αγγλοσαξονικού δικαίου, που σχηματίστηκε, αναπτύχθηκε και καθιερώθηκε από τα παλαιότερα, ιδιότυπα, αγγλοσαξονικά δικαστήρια. Βασίστηκε, αρχικά, στα κοινά έθιμα της Βρετανικής αυτοκρατορίας και ήταν άγραφο. Διακρίνεται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”